Ἐρυθρῆς

Ἐρυθρῆς
Ἐρυθραί
Serapias cordigera
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐρυθρῆς — ἐρυθρός red fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρυθρέων — Ἐρύθρης masc gen pl (epic doric ionic) Ἐρυθραί Serapias cordigera fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρυθρῶν — Ἐρύθρης masc gen pl (doric) Ἐρυθραί Serapias cordigera fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύθρην — Ἐρύθρης masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύθρα — Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc voc sg (attic doric) Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύθρας — Ἐρύθρᾱς , Ἐρύθρης masc acc pl (doric) Ἐρύθρᾱς , Ἐρύθρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εωσίνη — Βιολογική χρωστική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία. Παρασκευάζεται με βρωμίωση της φλουοροσκεΐνης. Τα άλατά της με νάτριο (Na) χρησιμοποιούνται ως βαφές μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων. * * * και ηωσίνη και εοζίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”